- κροκυδολογέω
- κροκῠδολογέω,A = κροκυδίζω, Hp.Epid.7.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκροκυδολόγει — κροκυδολογέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)